φηρομανής

φηρομανής
-ές, Α
(ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που αγαπά υπερβολικά τα άγρια ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φήρ, φηρός, αιολ. τ. τού θήρ + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ἱππο-μανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φηρομανῆ — φηρομανής madly fond of wild animals neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φηρομανής madly fond of wild animals masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φηρομανής madly fond of wild animals masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

  • Φήρες — Έτσι ονόμαζαν στα ομηρικά χρόνια τους Κενταύρους (ενικός φηρ). Φ. ονομάζονταν και οι Σάτυροι, και ιδιαίτερα ο Μαρσύας. Ο Διόνυσος λεγόταν και Φηρομανής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”